- υποκείμενο
- Το κύριο στοιχείο, το σημείο αφετηρίας μέσα στην πρόταση.
Στο γραμματικό υ., που αναγνωρίζεται εύκολα, καθόσον προσδιορίζει το πρόσωπο και τον αριθμό του ρήματος (π.χ. τα άλογα τρέχουν, εσύ τρέχεις) και συνεπώς έχει ένα σαφές μορφολογικό γνώρισμα, έρχεται μερικές φορές αντιμέτωπο το λογικό υ.: αυτό το βρίσκουμε ύστερα από ανάλυση του περιεχόμενου και της ψυχολογίας της φράσης· δηλώνει αυτό που –ανεξάρτητα από τη γραμματική μορφή– αποτελεί το κέντρο της προσοχής μας στην πρόταση.
* * *το / ὑποκείμενον, ΝΜΑ1. αυτό με το οποίο ασχολείται, καταγίνεται κάποιος, αλλ. προκείμενο ή αντικείμενο (α. «το υποκείμενο τής έρευνας» β. «[τέχνη] ἑκάστη περὶ τὸ αὐτῇ ὑποκείμενόν ἐστιν διδασκαλικὴ καὶ πειστική», Αριστοτ.)2. (λογ.) η έννοια τής κατηγορικής κρίσης για την οποία αποφαίνεται κανείς, στην οποία αποδίδεται το κατηγορούμενονεοελλ.1. γλωσσ. ο κύριος όρος τής πρότασης, που δηλώνει το πρόσωπο, το πράγμα και, γενικά, το ον για το οποίο γίνεται λόγος, δηλαδή ποιος τελεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα, ποιος υφίσταται την ενέργεια όταν το ρήμα είναι παθητικής διάθεσης, ποιος βρίσκεται σε μια κατάσταση όταν το ρήμα είναι ουδέτερο ή, τέλος, σε ποιον αποδίδεται μια ιδιότητα ή ένα χαρακτηριστικό που εκφράζεται από το κατηγορούμενο2. (φιλοσ.) α) ατομικό και πραγματικό ον που τίθεται στη βάση κάθε σκέψης, ανάλογο προς τη συνείδηση, και απέναντι στο οποίο ο εξωτερικός κόσμος αποτελεί αντικείμενοβ) (κατά τον Χέγκελ) αυτό που σηματοδοτεί την απόσπαση τής ύλης και την προσχώρησή της στη μορφή τής ελευθερίας, που υπερβαίνει την αφηρημένη αμεσότητα και γίνεται έτσι η αυθεντική ουσία, το ον ή η αμεσότητα που δεν έχει την έξω από αυτήν μεσολάβηση αλλά που είναι αυτή η ίδια αμεσότηταγ) (κατά τη μαρξιστ. φιλοσ.) ο άνθρωπος ως ενεργό και συνειδητό ον που δημιουργεί τον πολιτισμό, που γνωρίζει και μεταβάλλει το αντικείμενο, την αντικειμενική πραγματικότητα, κατά την διεργασία τής ιστορικοκοινωνικής πρακτικής, αυτοδημιουργούμενος και αυτομεταβαλλόμενος ο ίδιος στη διάρκεια τής διεργασίας αυτής3. (ψυχολ.) α) το Εγώ ως φορέας τών ψυχικών φαινομένωνβ) το πρόσωπο που υπόκειται σε παρατήρηση, δοκιμασία ή πείραμα4. (νομ.) το πρόσωπο ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων5. ειρων. πρόσωπο, άτομο («σπουδαίο υποκείμενο!»)6. (γεωπ.) το φυτό στο οποίο πρόκειται να γίνει εμβολιασμός, αλλ. υπόθεμα ή τροφόςμσν.-αρχ.(φιλοσ.) το ανεξάρτητο από τη γνώση ον, η αντικειμενική πραγματικότητααρχ.(φιλοσ.) η ουσία τής ύλης ως βάση και αιτία όλων τών φαινομένων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τής μτχ. τού ρ. ὑπόκειμαι].
Dictionary of Greek. 2013.